Ένα μήνα τώρα βρέχει. Ο δρόμος γυαλίζει όπως ένας αμείλικτος καθρέφτης που επιμένει να επικεντώνεται στις ρυτίδες του λαιμού ντάλα μεσημέρι. Ο ιδρώτας στέκεται σ' αυτές τις χαραμάδες της ζωής. Διάφανο αίμα και πικρό φαρμάκι του χρόνου. Όσο βρέχει τόσο πονάω, γιατί η βροχή αντί να ξεπλένει, πλουτίζει τα δάκρυα μου. Η μάσκα που φοράω είναι από χαρτί που σιγά σιγά λιώνει. Κάθε σταγόνα είναι και μια βουρδουλιά που παίρνει την κόκκινη και την πράσινη μπογιά. Μόνο το γκρίζο και το μαύρο αντέχουν στη διαβρωτική εμμονή του νερού. Το νερό τρέχει στα σκονισμένα τζάμια των παραθύρων και τα κάνει να μοιάζουν με κάγκελα. Στον βρεγμένο δρόμο περπατάω πάνω στα βήματα μου. Τρέχω αλλά δεν μπορώ να τους ξεφύγω. Οι σταγόνες συνεχίζουν να πέφτουν. Είναι χοντρές και ειρωνικές. Επιμένουν να ποτίζουν τις ρυτίδες μου. Και εγώ να μην μπορώ να στεγνώσω!
Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου